- καχυποτοπος
- καχυπότοποςκᾰχ-υπότοπος2подозревающий дурное, подозрительный, недоверчивый
(Plat. - v. l. к καχύποπτος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Plat. - v. l. к καχύποπτος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καχυπότοπος — καχυπότοπος, ον (Α) καχύποπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου) + ὑπότοπος «φιλύποπτος»] … Dictionary of Greek
καχυπότοπος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχυποτόπους — καχυπότοπος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)